Τα ινομυώματα αναπτύσσονται συνήθως κατά μήκος του τοιχώματος της μήτρας, αλλά μερικές φορές προεκβάλλουν στην κοιλότητά της ή αναπτύσσονται έξω από αυτήν. Ορμόνες, όπως τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη προάγουν την εμφάνισή τους, γι’ αυτό και τα ινομυώματα υποχωρούν μετά την κλιμακτήριο, κατά την οποία διακόπτεται η ορμονική παραγωγή. Μάλιστα, σύμφωνα με μελέτες, τα υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης στη μέση ηλικία παίζουν κι αυτά ρόλο στη εμφάνισή τους.
Γιατί εμφανίζονται;
Δεν είναι ακόμα γνωστή η ακριβής αιτία εμφάνισής τους. Κάποια μπορεί να είναι ορμονικής (επίπεδα οιστρογόνων) ή κληρονομικής φύσεως, ενώ άλλα μπορεί να σχετίζονται με το περιβάλλον. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η βασικότερη αιτία φαίνεται πως είναι η κληρονομικότητα, σε συνδυασμό με τα αυξημένα επίπεδα οιστρογόνων στο αίμα.
Συνήθως η διάμετρός τους αρχίζει από το 1 εκατοστό και φθάνει έως και τα 15 εκατοστά, ενώ το βάρος τους κυμαίνεται από μερικά γραμμάρια έως και μερικά κιλά σε κάποια ακραία περιστατικά πολλαπλών ινομυωμάτων.
Πάνω από μία στις δύο γυναίκες (έως και το 70% δηλαδή) παρουσιάζουν τουλάχιστον ένα ινομύωμα κάποια στιγμή στη ζωή τους, γεγονός που τα καθιστά το πιο συχνό μόρφωμα της πυέλου.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων εκδηλώνονται στις ηλικίες 35-45 ετών, αλλά μπορεί να εμφανιστούν νωρίτερα ή αργότερα και μέχρι την εμμηνόπαυση, αφού μετά από αυτή υποχωρούν.
Ποια είναι τα συμπτώματα;
Μία γυναίκα μπορεί να έχει ένα ή πολλά ινομυώματα τα οποία μπορεί να προκαλούν συμπτώματα ή να είναι εντελώς ασυμπτωματικά.
Οι γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό ινομυωμάτων υπολογίζεται ότι έχουν διπλάσιες πιθανότητες να τα εκδηλώσουν, συγκριτικά με όσες δεν έχουν τέτοιο ιστορικό. Άλλοι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνισή τους είναι η ηλικία (είναι πιθανότερα μετά τα 40), η παχυσαρκία, η υπέρταση, τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D και η ατεκνία, σύμφωνα με το αμερικανικό Εθνικό Ίδρυμα Υγείας του Παιδιού & Ανθρώπινης Ανάπτυξης (National Institute of Child Health & Human Development, NICHD).
Αντίθετα, στους παράγοντες που μπορεί να μειώσουν τον κίνδυνο περιλαμβάνονται η εγκυμοσύνη (ο κίνδυνος μειώνεται όσο αυξάνεται ο αριθμός των κυήσεων) και η μακροχρόνια λήψη ορισμένων αντισυλληπτικών.
Παρότι είναι εξαιρετικά συνηθισμένα, οι περισσότερες γυναίκες δεν ξέρουν ότι τα έχουν διότι δεν προκαλούν συμπτώματα. Όταν τελικά εμφανιστούν, αυτά τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν:
- Μεγάλη αιμορραγία ή πόνο κατά την έμμηνο ρύση
- Αιμορραγία και πόνο στο μεσοδιάστημα μεταξύ δύο εμμήνων ρύσεων
- Αίσθημα βάρους χαμηλά στην κοιλιά
- Συχνουρία όταν το ινομύωμα πιέζει την ουροδόχο κύστη
- Πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή
- Προβλήματα γονιμότητας όπως αδυναμία σύλληψης, πολλαπλές αποβολές, πρόωρη έναρξη του τοκετού κ.λπ.
Η γυναίκα μπορεί επίσης να έχει αναιμία και να αντιμετωπίσει μαιευτικά προβλήματα, όπως εκφύλιση του ινομυώματος με ισχυρό πόνο και πραγματοποίηση καισαρικής τομής.
Οι θεραπευτικές επιλογές για τα ινομυώματα μπορεί να είναι τόσο συντηρητικές, όσο και χειρουργικές. Δεν υπάρχει μία θεραπεία που να απευθύνεται σε όλες τις ασθενείς συλλήβδην, αφού ο τρόπος αντιμετώπισής τους πρέπει να εξατομικεύεται με βάση το μέγεθος και τη θέση τους, το ρυθμό ανάπτυξής τους, τη συμπτωματολογία που προκαλούν, την επιθυμία τεκνοποίησης, την ηλικία της γυναίκας και πολλές άλλες ειδικές παραμέτρους.
Επηρεάζουν τα ινομυώματα τη γονιμότητα μιας γυναίκας;
«Τα ινομυώματα μπορεί να είναι η μοναδική αιτία υπογονιμότητας στο 2-3% των γυναικών. Ανάλογα, επίσης, με τη θέση τους στη μήτρα, τα ινομυώματα έχουν ενοχοποιηθεί για επαναλαμβανόμενες απώλειες εγκυμοσύνης με τη μορφή αυτόματων αποβολών», μας ενημερώνει ο Δρ. Παναγιώτης Σκλαβούνος, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος και Διευθυντής της Β' Κλινικής Γυναικολογικής Ογκολογίας του νοσοκομείου «ΜΗΤΕΡΑ».
«Ο ακριβής παθοφυσιολογικός μηχανισμός με τον οποίο τα ινομυώματα και ιδίως τα ενδοτοιχωματικά επηρεάζουν το υπερκείμενο ενδομήτριο και τη δεκτικότητά του δεν είναι πλήρως κατανοητός. Τα ινομυώματα μπορεί να επηρεάσουν την εμφύτευση με διάφορους μηχανισμούς, όπως με μια αυξημένη συσταλτικότητα της μήτρας, αυξημένο προφίλ κυτταροκινών, ελαττωμένη αγγείωση του ενδομητρίου και γενικότερα μια κατάσταση χρόνιας φλεγμονής.
Μια διεθνής μελέτη του Πανεπιστημίου Harvard των ΗΠΑ ήδη απο το 2009 έδειξε ότι οι γυναίκες με ινομυώματα, ανεξάρτητα από το σημείο που βρίσκονται στη μήτρα τους, εμφάνισαν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά κλινικής εγκυμοσύνης, εμφύτευσης του εμβρύου, συνεχιζόμενης εγκυμοσύνης και ποσοστά γεννήσεων σε σύγκριση με τις γυναίκες χωρίς ινομυώματα.
Ωστόσο, νεότερες έρευνες έδειξαν μια συσχέτιση ανάμεσα στη θέση που ανευρίσκονται τα ινομυώματα στη μήτρα και την επίπτωση στη γονιμότητα:
Οι γυναίκες με υποορογόνια ινομυώματα δεν διέφεραν από εκείνες χωρίς ινομυώματα όσον αφορά στα ποσοστά εμφύτευσης, στα ποσοστά κλινικής εγκυμοσύνης, στα ποσοστά ζωντανών γεννήσεων και στα ποσοστά αποβολών. Συνεπώς, τα υποορογόνια ινομυώματα δεν φαίνεται να επηρεάζουν τη γονιμότητα. Αντίθετα, τα υποβλεννογόνια και ενδοτοιχωματικά ινομυώματα που παραμορφώνουν την ενδομητρική κοιλότητα, σχετίζονται με χαμηλότερα ποσοστά εγκυμοσύνης σε γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) σε σύγκριση με υπογόνιμες γυναίκες χωρίς ινομυώματα. Μάλιστα υπάρχει υψηλότερος κίνδυνος υπογονιμότητας όταν η ενδομητρική κοιλότητα παραμορφώνεται από υποβλεννογόνια ινομυώματα. Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, ότι τα ποσοστά εγκυμοσύνης φαίνεται να βελτιώνονται μετά την αφαίρεση των υποβλεννογόνων ινομυωμάτων, ιδίως όταν τα ινομυώματα είναι η μόνη αναγνωρίσιμη αιτία υπογονιμότητας».